- επίθεση
- Όρος που αναφέρεται τόσο στο διεθνές όσο και στο εθνικό, ιδιαίτερα το ποινικό δίκαιο, καθώς επίσης και στην πολιτική επιστήμη.
ε. στο διεθνές δίκαιο. Ο όρος άρχισε να έχει μεγάλη σημασία από την εποχή της KTE (Κοινωνίας των Εθνών) με την προσπάθεια να ενταχθεί στη δικαιοδοσία των διεθνών οργάνων ο προσδιορισμός του επιτιθέμενου σε περίπτωση πολεμικής σύρραξης και η επιβολή των ανάλογων κυρώσεων. Η δυνατότητα ενός παραδεκτού ορισμού της ε. και μια έγκυρη διαδικασία για την εξακρίβωση του γεγονότος (πότε και από ποιον έχει πραγματοποιηθεί) είναι οι πιο βασικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή ενός συστήματος συλλογικής ασφάλειας.
Το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών και η γενική συνέλευση σύμφωνα με την ενιαία απόφαση περί ειρήνης έχουν δικαιοδοσία να χαρακτηρίζουν ως ε. ορισμένες ειδικές ενέργειες. Αλλά, τόσο η πρακτική των Ηνωμένων Εθνών όσο και οι απόψεις των διεθνολόγων, των διπλωματών και των πολιτειολόγων δεν βοήθησαν μέχρι σήμερα στη διατύπωση ενός γενικώς αποδεκτού ορισμού.
ε. στο ποινικό δίκαιο. Για το ποινικό δίκαιο, ε. είναι κάθε πράξη που δημιουργεί κίνδυνο στην κατάσταση που υπάρχει και η οποία προστατεύεται από τον νόμο. Για να επισημανθεί, πρέπει να προέρχεται από συνειδητή ανθρώπινη ενέργεια και να στρέφεται εναντίον έννομου αγαθού ορισμένου φυσικού ή νομικού προσώπου. Επιπροσθέτως, θα πρέπει να είναι άδικη σύμφωνα με τον νόμο, με την έννοια ότι άρχισε να πραγματοποιείται σε βαθμό που να θέτει σε πραγματικό κίνδυνο το έννομο αγαθό εναντίον του οποίου στρέφεται. Ωστόσο, δεν απαιτείται η ύπαρξη αποτελέσματος από την προσβολή του αγαθού. Το ποινικό ενδιαφέρον της ε. βρίσκεται κυρίως στη δικαιολόγηση της απόκρουσής της, έστω και αν με τη δικαιολόγησή της διαπράττει άλλο αδίκημα. Για να γίνει όμως αυτό, πρέπει να συντρέχουν οι προϋποθέσεις της άμυνας, προβλέπεται όμως και η περίπτωση της πρόκλησης της ε. με σκοπό να δημιουργήσει προϋποθέσεις αντεπίθεσης με το πρόσχημα της άμυνας.
Το αμερικανικό πολεμικό πλοίο «John Stennis» στη διάρκεια της επίθεσης στο Αφγανιστάν, το 2001 (φωτ. ΑΠΕ).
* * *η (AM ἐπίθεσις) [ἐπιτίθημι]1. έφοδος, εφόρμηση («ἡ Περςῶν ἐπίθεσις τοῖς Ἕλλησιν», Πλάτ.)2. τοποθέτηση επάνω σε κάτι («επίθεση σφραγίδας», «διὰ τῆς ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν τῶν Ἀποστόλων δίδοται το Πνεῡμα τὸ Ἅγιον», ΚΔ)νεοελλ.1. μτφ. πιεστική προσπάθεια για σύναψη ερωτικών σχέσεων2. γραπτή ή προφορική κατακραυγή εναντίον κάποιουαρχ.1. τοποθέτηση πάνω σε βάθρο2. πρόσθεση, προσθήκη3. εφαρμογή4. επιβολή πρόσθετων βαρών5. απόπειρα («τῶν δ’ ἐπιθέσεων αἱ μὲν ἐπὶ τὸ σῶμα γίγνονται τῶν ἀρχόντων, αἱ δ’ ἐπὶ τὴν ἀρχήν», Αριστοτ.)7. (για αρρώστια) βαρύτερη προσβολή8. (με γεν.) απόπειρα για απόκτηση ενός πράγματος («πρὸς τὴν ἐπίθεσιν τῆς τυραννίδος εὐθέτως διακειμένους», Διόδ. Σικ.)9. απάτη, δόλος10. μικρή κάλπις* πάνω σε σορό.
Dictionary of Greek. 2013.